- φρύνη
- (Θεσπιές Βοιωτίας 365 π.Χ. – Αθήνα 310 π.Χ). Η γνωστότερη και ωραιότερη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά την έλεγαν Μνησαρέτη, μα της έδωσαν το όνομα Φ., επειδή ήταν πολύ ωχρή. Ασκούσε στην αρχή το επάγγελμα της αυλητρίδας, και, κατόρθωσε να συγκεντρώσει τόσο πλούτο, ώστε όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέσκαψε τη Θήβα, προσφέρθηκε να ανοικοδομήσει την πόλη, αν αυτό αναγραφόταν σε επιγραφή. Όμως, οι Θηβαίοι, αρνήθηκαν, από φόβο μήπως παρασυρθούν οι γυναίκες τους στην πορνεία. Έλεγαν πως κανένας δεν μπορούσε να αντισταθεί στα θέλγητρά της, και πως ο μόνος που το πέτυχε ήταν ο φιλόσοφος Ξενοκράτης. Επειδή αρνήθηκε τις προτάσεις του ρήτορα Ευθία, κατηγορήθηκε από αυτόν για ασέβεια, και την υπερασπίστηκε ο φίλος της Υπερείδης. Τα επιχειρήματά του δεν φαίνονταν να έπεισαν τους δικαστές, και ο Aθήναιος λέει πως πέτυχε την αθώωσή της εμφανίζοντας στους δικαστές γυμνό το στήθος της εταίρας. Ο Απελλής την είδε να πέφτει γυμνή και με λυτά μαλλιά στη θάλασσα, όταν γίνονταν στην Ελευσίνα οι εορτές του Ποσειδώνα και εμπνεύστηκε την Αναδυόμενη Αφροδίτη. Στον Πραξιτέλη χρησίμευσε ως πρότυπο για την Κνιδία Αφροδίτη και την Αφροδίτη της Κω. Ο Πραξιτέλης κατασκεύασε και επίχρυσο άγαλμα της Φ., που το αφιέρωσε στους Δελφούς, καθώς και ένα τρίτο από μάρμαρο, που το έστησε στις Θεσπιές.
* * *ἡ, Α1. φρύνος2. (στην Αθήνα) ως κύριο όν. ἡ Φρύνησκωπτικό όνομα εταίρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φρύνη και φρῦνος ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *bher- «λαμπερός, αυτός που έχει ανοιχτό καφέ χρώμα» από την οποία έχουν προέλθει ποικίλοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών που χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν διάφορα είδη ζώων με αναφορά στο χρώμα τους: αρχ. ινδ. ba-bhru- «είδος ιχνεύμονος», λατ. fiber «κάστορας», αρχ. άνω γερμ. bibar «κάστορας» (πρβλ. γερμ. Biber), αρχ. άνω γερμ. bero «αρκούδα» (πρβλ. αγγλ. bear, γερμ. Bar). Οι ελλ. τ. φρύνη (< bhrū-nā) και φρῦνος (< *bhrū-nos) έχουν σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα *bhr- τής ρίζας, με επέκταση το φωνήεν -ū- και έρρινο επίθημα -no- / -nā-, και αντιστοιχεί ως προς τον τρόπο σχηματισμού με το αρχ. άνω γερμ. brūn «αυτός που έχει καστανό χρώμα» (πρβλ. γερμ. braun, αγγλ. brown). Επομένως, η λ. φρύνη / φρῦνος θα πρέπει να ήταν αρχικά τ. δηλωτικός τού χρώματος τού ζώου και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για το είδος αυτό βατράχου, για το οποίο δεν υπήρχε αντίστοιχη ΙΕ ονομασία. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο να καθοριστούν με ακρίβεια τα είδη τών ζώων που δηλώνουν οι τ. φρύνη / φρῦνος και βάτραχος και να διακριθούν μεταξύ τους. Τέλος, από τη λ. έχουν προέλθει πολλά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Φρύνη, Φρύνις, Φρύνιχος, Φρυνίων, Φρυνίσκος, Φρύνων, Φρυνώνδας κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.